Ἑρμηνεία εἰς τό Εὐαγγέλιο τῆς Δ΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν (Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος)
ΚΕΙΜΕΝΟ:
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γονυπετῶν αὐτῷ καί λέγων· Διδάσκαλε, ἤνεγκα τόν υἱόν μου πρός σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον· καί ὅπου ἂν αὐτόν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν· καί ἀφρίζει, καί τρίζει τούς ὀδόντας αὐτοῦ, καί ξηραίνεται· καί εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου, ἵνα αὐτό ἐκβάλωσι, καί οὐκ ἴσχυσαν. Ὁ δέ ἀποκριθείς αὐτῷ λέγει· Ὦ γενεά ἄπιστος, ἕως πότε πρός ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτόν πρός με. Καί ἤνεγκαν αὐτόν πρός αὐτόν· καί ἰδών αὐτόν εὐθέως τό πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν· καί πεσών ἐπί τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. Καί ἐπηρώτησε τόν πατέρα αὐτοῦ· Πόσος χρόνος ἐστίν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; Ὁ δέ εἶπε· Παιδιόθεν. Καί πολλάκις αὐτόν καί εἰς πῦρ ἔβαλε καί εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ’ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθείς ἐφ’ ἡμᾶς. Ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Τό εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι. Καί εὐθέως κράξας ὁ πατήρ τοῦ παιδίου μετά δακρύων ἔλεγε· Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. Ἰδών δέ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· Τό πνεῦμα τό ἄλαλον καί κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω· Ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καί μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. Καί κράξν καί πολλά σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε· καί ἐγένετο ὡσεί νεκρός, ὥστε πολλούς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. Ὁ δέ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτόν τῆς χειρός, ἤγειρεν αὐτόν· καί ἀνέστη. Καί εἰσελθόντα αὐτόν εἰς οἶκον, οἱ Μαθηταί αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτόν κατ’ ἰδίαν· Ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; Καί εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτο τό γένος ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ. Καί ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διά τῆς Γαλιλαίας· καί οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· Ἐδίδασκε γάρ τούς μαθητάς αὐτοῦ καί ἔλεγεν αὐτοῖς· Ὅτι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καί ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καί ἀποκτανθείς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται (Μάρκ. θ΄ 17 - 31).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Κάποιος πῆγε τόν υἱό του στό Χριστό νά τόν κάνῃ καλά. Τί εἶχε τό παιδί αὐτό; Εἶχε ὅπως μᾶς λέγει τό εὐαγγέλιο «πνεῦμα ἄλαλο», δηλαδή, δαιμονικό πνεῦμα πού προκαλεῖ βουβαμάρα.
Αὐτή ἡ ἀρρώστια ξεπερνᾶ τίς γνωστές μας ἐνδείξεις τῆς ἐπιλιψίας. Καί ὅταν συμβαίνει αὐτό, συνεχίζει τό εὐαγγέλιο «ῥήσσει αὐτόν», δηλαδή τόν ρίχνει κάτω, τόν συγκλονίζει καί ἀρχίζει νά ξεσπάῃ σέ διάφορες καταστάσεις, ὅπως τό νά ἀφρίζῃ, νά τρίζῃ τά δόντια καί νά ξηραίνεται. Κανένας δέν μπόρεσε νά τόν κάνῃ καλά. Οὔτε οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου.
Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε τό· «ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη». Δέν εἶπε ὁ Χριστός κάποιον ἤ κάποιους μόνον ἀπίστους, ἀλλά «ὁλόκληρη γενεά», διότι δέν ἀφοροῦσε περιορισμένο ἀριθμό ἀτόμων, ἀλλά σχετίζεται μέ τήν ἐπιλογή τῶν προτύπων πού ἔχει κάθε γενεά, δηλαδή τήν ἀγωγή, τήν παιδεία καί τίς ἀξίες.
Τό δέ χαρακτηρισμό «διεστραμμένη» ἀφορᾶ τήν διαστροφή-ἀλλοίωση τοῦ χαρακτῆρος. Διότι, ὅπως ἀναφέρεται στό κατά Ματθαῖο, ὅσο καί στό κατά Λουκᾶ εὐαγγέλιο, ἡ διαστροφή εἶναι μία βαρειά νόσος (π.χ. ἀχρωματοψία).
Ὁ χρονισμός τῆς ἁμαρτίας (αὐτή πού παραμένει γιά πολύ χρόνο), διαμορφώνει διεστραμμένη φύση, διεστραμμένη νοοτροπία καί διεστραμμένη ἀντίληψη
Αὐτή τή διαστραμμένη ἀντίληψη ἔχουν «οἱ λέγοντες τό πονηρό καλό, τό σκότος φῶς, τό φῶς σκότος, τό πικρόν γλυκύ καί τό γλυκύ πικρό», ὅπως λέγει καί ὁ Προφήτης Ἡσαΐας.
Μία τέτοια γενεά διεστραμμένη, σύμφωνα μέ τό συμπέρασμα τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά μᾶς τρομάζῃ. Διότι, δέν μιλάει μόνο γιά τή γενεά του. Ἀναφέρεται σέ ὅλες τίς γενεές. Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς διαστροφῆς φθάνουν μέχρι τήν αἰωνιότητα. Μιλάει ξεκάθαρα. Μιλάει γιά τήν πόρωση καί γιά τά ἀποτελέσματά της, ἀπό τά ὁποῖα οὔτε αὐτός μπορεῖ νά μᾶς προστετεύση, χωρίς καί τή δική μας βούληση, ἐνέργεια, προδιάθεση καί προασπάθεια.
Ἡ πίστη, ἡ ἀληθινή, ἡ συνειδητή εἶναι μεγάλο πρᾶγμα. Ἄν πιστεύσῃς τοῦ λέει εἶναι ὅλα δυνατά. Φαίνεται πώς οὔτε ὁ πατέρας εἶχε πιστεύσει στή δυνατότητα νά κάνῃ καλά τό παιδί του. Καί ὁ Χριστός δίδαξε τόν τρόπο πού μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθῇ τό γένος αὐτό καί αὐτό δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία. Αὐτά καί ἄλλα πολλά εἶπε ὁ Χριστός, προετοιμάζοντας τούς μαθητές του, γιά τά ἐπερχόμενα πάθη του.
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ
Σήμερα, Δ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου τοῦ γνωστοῦ συγγραφέως τῆς Κλίμακος.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Τήν ἐποχή τοῦ Ἰουστινιανοῦ καί πιθανότατα μεταξύ 523 καί 606 ἔζησε ὁ Μέγας νηπτικός Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης πού λόγῳ τοῦ γνωστοῦ του ἔργου «ΚΛΙΜΑΞ» ὀνομάστηκε καί Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Περί τοῦ Ἁγίου τούτου ἔχουν γραφεῖ πολλά κείμενα, ἔχουν γίνει πολλές ἑρμηνεῖες στά ἔργα του καί ἔχουν χρησιμοποιηθῇ παραπομπές ἀπό τά κείμενά του σέ χιλιάδες ἐργασίες, διατριβές καί μελετήματα.
Ἡ ἀσκητική του ἐμπειρία καταγράφεται στό περίφημο αὐτό βιβλίο (τῆς Κλίμακος), τό ὁποῖο ἀποτελεῖ θεμέλιο τῆς νηπτικῆς ζωῆς, τῶν μεταγενεστέρων αἰώνων. Στό βιβλίο αὐτό παρατηρεῖται μία ἀνοδική σταδιακή πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Κάθε ἕνας ἀπό τούς τριάντα λόγους της ἀποτελεῖ σκαλοπάτι γιά τό ἀνέβασμα στήν ἑπόμενη (ἀνώτερη) ἀρετή, πού ἔχει σάν κορυφή τό τρίπτυχο «Ἐλπίδα, Πίστη, Ἀγάπη».
Γιά τήν ἄνοδο κάθε σκαλοπατιοῦ χρειάζεται χρόνος καί ὑπομονή προκειμένου ὁ ἀγωνιζόμενος νά σταθεροποιηθῇ καί νά μπορέσῃ νά ἀνέβη στό ἑπόμενο σκαλοπάτι τῶν βαθμίδων τῆς τελειώσεως. Ἀπότομες καί βεβιασμένες κινήσεις μποροῦν νά ταρακουνήσουν τήν κλίμακα (σκάλα) καί νά δημιουργήσουν μεγάλους κινδύνους, εἰδικά ἄν ὑπολειτουργοῦν οἱ βασικές ἀρετές τῆς ταπεινώσεως, τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀπαρνήσεως τοῦ ἰδίου θελήματος.
Ἡ ἀρετή ὅμως, ἡ ὁποία γεμίζει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου συνεχῶς εἶναι ἡ προσευχή, ἡ συνεχής (ἀέναος) καί καρδιακή προσευχή πού ξεκινᾶ ἀπό μεγάλη ἀγάπη πρός τό Θεό. Ἐκτός ἀπό τήν «Κλίμακα» ἔχει γράψει καί τόν «Λόγο πρός τόν Ποιμένα». Ἑορτάζεται στίς 30 Μαρτίου καθώς καί τήν δ΄ Κυριακή τῶν νηστειῶν.
Ἐπειδή ὅμως, εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀναφερθοῦμε σέ ὅλα αὐτά τά κεφάλαια, θά περιοριστοῦμε σέ ὁρισμένα καί μάλιστα συνοπτικά. Ἐλπίζουμε ὅμως οἱ περιορισμένες αὐτές ἀναφορές νά εἶναι χρήσιμες.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΕΣ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΤΟΥ
Τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς κλίμακας εἶναι ἡ Ἀποταγή. Τί εἶναι ἡ ἀποταγή καί πόσο εὔκολη εἶναι; ἀφοῦ εἶναι τό πρῶτο σκαλοπάτι ἀπό τά τριάντα.
Ἀποταγή εἶναι μᾶς λέγει ὁ ἅγιος εἶναι ἡ ἐκούσια (μέ τή θέλησή μας) ἀναχώρηση ἀπό τόν κόσμο πού σημαίνει μῖσος κατά τῶν ὑλικῶν πραγμάτων, ἄρνηση τῶν ἔξεων τῆς φύσεως γιά νά μπορέσουμε νά ἐπιτύχουμε κάτι τό ὐπερφυσικό πού εἶναι ἡ μέλλουσα βασιλεία.
Ἄς δοῦμε ὅμως καί πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀποταγή. Λέγει ὁ ἅγιος·
Οἱ ἄνθρωποι πού προσπαθοῦν καί παρακαλοῦν νά ἀνεβάσουν τό σῶμα τους στόν οὐρανό, πρέπει, νά βιάζουν συνεχῶς τόν ἑαυτό τους, νά ὑπομένουν τίς λύπες καί μάλιστα ἀπό τήν ἀρχή αὐτῆς τῆς ἀποταγῆς μέχρις ὅτου, οἱ φιλήδονες καί ἀναίσθητες στόν πόνο συνήθειες μετατραποῦν σέ φιλοθεΐα καί ἁγνισμό. Εἶναι πράγματι μεγάλος μόχθος καί πολλή καί ἀόρατη ἡ πίκρα καί περισσότερο σέ ὅσους τό ἀντιμετωπίζουν μέ ἀμέλεια, μέχρις ὅτου αὐτόν τόν μοχθηρό καί ἄγριο σκύλο, τόν νοῦ, τόν μετατρέψουν σέ βαθειά ἡρεμία καί ἐπιμέλεια.
Τό δεύτερο σκαλοπάτι εἶναι τῆς ἀπροσπαθείας. Μετά τήν ἐθελούσια ἀναχώρηση ἀπό τά τοῦ κόσμου, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μήν προσπαθήσῃ (ἀ-προσπαθεία) νά ἐπιστρέψῃ εἰς αὐτόν, οὔτε σωματικά οὔτε νοητικά, σκεπτόμενος συγγενεῖς καί φίλους καί νά μήν λυπᾶται (ἀ-λυπία) γι’ αὐτό καί γι’ αὐτούς. Γιά τοῦτο λέγει·
Σκοπός δέ τῶν ἐχθρῶν μας εἶναι, διά μέσῳ τῆς ψεύτικης ταπεινώσεως νά ἐπιστρέψουμε στόν κόσμο ἤ ἄν μείνουμε μοναχοί νά κατακριμνησθοῦμε στήν ἀπόγνωση.
Τό τρίτο σκαλοπάτι εἶναι τῆς Ξενιτείας καί τό τέταρτο τῆς μακαρίας καί ἀειμνήστου ὑπακοῆς. Ἄς δοῦμε λοιπόν τί εἶναι γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη ὑπακοή·
Ὑπακοή εἶναι ἡ νέκρωση τῶν μελῶν. Ὑπακοή εἶναι ὁ θάνατος τοῦ θελήματος καί ἡ ἐνεργοποίηση τῆς ταπεινώσεως. Ὑπακοή εἶναι ἕνα θέμα πού ἔχει νά κάνῃ μέ τόν πλοῦτο τῆς διακρίσεως καί τήν ἔναρξη τῆς νεκρώσεως τοῦ ψυχικοῦ θελήματος... Ὑπάκοοι εἶναι οἱ ταπεινοί πού σηκώνουν στό λαιμό τους τό σταυρό τοῦ Κυρίου καί ὅσοι δέν βασίζονται στόν ἑαυτό τους....
Τό πέμπτο σκαλί ἀφορᾶ τή μετάνοια, γιά τήν ὁποία μᾶς λέγει·
Μετάνοια εἶναι ἀνάκληση βαπτίσματος (δεύτερο βάπτισμα) καί συνθήκη (συμφωνία) μέ τό Θεό γιά ἕναν καινούργιο (δεύτερο) βίο. Μετάνοια εἶναι ὁ ἀγοραστής τῆς ταπεινώσεως καί θυγατέρα τῆς ἐλπίδας. Μετάνοια εἶναι τῆς συνειδήσεως καθαρισμός καί ἐθελοντική ὑπομονή ὅλων τῶν θλιβερῶν πραγμάτων.
Τό ἕκτο σκαλοπάτι ὁμιλεῖ περί θανάτου καί τό ἕβδομο περί χαροποιοῦ πένθους. Οἱ περισσότεροι θεωροῦν εὐτυχία τή διασκέδαση, τό γέλιο καί ἄλλα παρόμοια. Ὁ ἅγιος λέγει·
Τρία πράγματα, τά ὁποῖα δύσκολα ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος, φυλάσσουν ὅλες τίς ἀρετές· τό πένθος, τό κλάμα γιά τίς ἁμαρτίες καί ἡ μνήμη τοῦ θανάτου.
Στό ὄγδοο σκαλοπάτι ὁμιλεῖ περί ἀοργησίας καί πραότητος. Στό ἔνατο περί μνησικακίας. Στό δέκατο περί καταλαλιᾶς, στό ἑνδέκατο περί πολυλογίας καί σιωπῆς. Στό δωδέκατο περί ψεύδους. Στό δέκατο τρίτο περί ἀκηδίας. Ἄς δοῦμε τά περί ἀκηδίας·
Ἀκηδία εἶναι αἰτία παράλυσης τῆς ψυχῆς καί ἀπομάκρυνση τοῦ νοῦ, ὀλιγωρία ἀσκήσεως, μῖσος τοῦ ἐπαγγέλματος. Εἶναι αὐτή πού μακαρίζει τά κοσμικά καί διαβάλει τό Θεό σάν ἄσπλαγχνο καί ἀφιλάνθρωπο. Φέρνει ἀτονία κατά τήν ψαλμωδία καί ἀσθένεια τήν ὥρα τῆς προσευχῆς...
Τό δέκατο τέταρτο ἀναφέρεται στή γαστριμαργία, τό δέκατο πέμπτο περί ἁγνοίας καί σωφροσύνης.
Ἁγνεία εἶναι, λέγει ὁ ἅγιος, ἀπόκτηση τῆς ἀσωμάτου φύσεως καί τῆς φύσεως ἡ ὑπερφυσική καί ὑπερφυής ἄρνηση καί τῶν θνητῶν καί φθαρτῶν σωμάτων, τά παράδοξα κατορθώματα πού ταιριάζουν στά ἀσώματα. Σωφροσύνη εἶναι ἡ ὀνομασία ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Τό δέκατο ἕκτο σκαλοπάτι ἀναφέρεται στή φιλαργυρία, τό δέκατο ἕβδομο στήν ἀκτημοσύνη, τό δέκατο ὄγδοο στήν ἀναισθησία, τό δέκατο ἔνατο στόν ὕπνο, τό εἰκοστό στήν ἀγρυπνία, τό εἰκοστό πρῶτο στή δειλία καί τό εἰκοστό δεύτερο στήν κενοδοξία. Ἄς δοῦμε τί λέγει ὁ ἅγιος περί τῆς κενοδοξίας.
Ἡ κενοδοξία εἶναι ὡς πρός τό εἶδος, ἡ ἐναλλαγή τῆς φύσεως, τῶν ἠθῶν διαστροφή καί παρατήρηση κατακρίσεως· ὡς πρός τήν ποιότητα εἶναι τῶν καμάτων σκορπιστήριο, τῶν ἰδρώτων ἀπώλεια, τοῦ θησαυροῦ σκευωρία, ἐγγόνι τῆς ἀπιστίας καί πρόδρομος τῆς ὑπερηφανείας...
Ἀκόμη καί ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος κάνει τό καλό, ὅταν εἰσέλθῃ τό μικρόβιο τῆς κενοδοξίας, καταστρέφει τά πάντα λέγει ὁ ἅγιος·
Κενόδοξος εἶναι ἐκεῖνος ὁ εἰδωλολάτρης πιστός, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι σέβεται τό Θεό, ἀλλά θέλει νά ἀρέσῃ στούς ἀνθρώπους παρά στό Θεό. Κενόδοξος εἶναι κάθε ἐπιδεικτικός ἄνθρωπος. Τοῦ κενοδόξου ἡ νηστεία εἶναι χωρίς μισθό καί ἡ προσευχή ἄκαιρη καί ἄστοχη, ἀφοῦ καί τά δυό τά κάνει γιά τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο. Ὁ κενόδοξος ἀσκητής εἶναι διπλᾶ ἀδικημένος, ἀφοῦ καί τό σῶμα του τό τυραννεῖ, καί μισθό δέν παίρνει.
Τό εἰκοστό τρίτο σκαλοπάτι ἀναφέρεται στήν ὑπερηφάνεια, τό εἰκοστό τέταρτο ὁμιλεῖ περί πραότητος καί ἁπλότητος καί ἀκακίας, τό εἰκοστό πέμπτο περί ταπεινοφροσύνης. Περί αὐτῆς ὁ ἅγιος γράφει πολλά καί χρήσιμα. Ἄς δοῦμε ὅμως μόνο ἕνα·
Δέν λέγει ὁ Ψαλμῳδός· δέν «νήστευσα» οὔτε «ἀγρύπνησα» οὔτε «κοιμήθηκα κατά γῆς», ἀλλά «ἐταπεινώθην, καί ἀμέσως μέ ἔσωσε ὁ Κύριος» (Ψαλμ. ριδ΄, 6). Ἡ μέν μετάνοια μᾶς ἀνεγείρει, τό δέ πένθος κρούει τήν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ἡ δέ ὁσία ταπείνωση τήν ἀνοίγει.
Τό εἰκοστό ἕκτο σκαλοπάτι ἀναφέρεται στήν ἀρετή τῆς διακρίσεως λογισμῶν καί παθῶν καί ἀρετῶν.
Μερικές φορές, καθὼς ἀντλοῦμε νερό ἀπό τίς πηγές, ἀντλοῦμε μαζί μέ αὐτό, χωρίς νά τό καταλάβουμε, καί ἕνα βάτραχο. Παρόμοια πολλές φορές, καθὼς καλλιεργοῦμε τίς ἀρετές, ὑπηρετοῦμε καί τίς κακίες πού χωρίς νά φαίνωνται εἶναι συμπεπλεγμένες μαζί τους. Γιά παράδειγμα: Μέ τή φιλοξενία συμπλέκεται ἡ γαστριμαργία, μέ τήν ἀγάπη ἡ πορνεία, μέ τήν διάκριση ἡ δεινότητα, μέ τή φρόνηση ἡ πονηρία, μέ τήν πραότητα ἡ ὑπουλότητα καί ἡ νωθρότητα καί ἡ ὀκνηρία καί ἡ ἀντιλογία καί ἡ ἰδιορρυθμία καί ἡ ἀνυπακοή. Μέ τήν σιωπή ἡ διδασκαλική ὑπεροψία, μέ τή χαρά ἡ οἴηση (ὑπερηφάνεια), μέ τήν ἐλπίδα ἡ ὀκνηρία, μέ τήν ἀγάπη πάλι ἡ κατάκριση, μέ τήν ἡσυχία ἡ ἀκηδία καί ἡ ὀκνηρία, μέ τήν ἁγνότητα ἡ πικρή συμπεριφορά, μέ τήν ταπεινοφροσύνη ἡ παρρησία. Σέ ὅλα δέ αὐτά ἀκολουθεῖ σάν κοινό κολλύριο, ἢ μᾶλλον σάν δηλητήριο, ἡ κενοδοξία.
Μέ ὅλες αὐτές τίς δυσκολίες, πῶς μπορεῖ κάποιος νά ἀποκτήσῃ, κατά τό δυνατόν τό χάρισμα τῆς διακρισεως; Ὁ ἅγιος λέγει·
Δέν εἶναι! Ὄχι! Δέν εἶναι τοῦ καθενός εὔκολο νά διακρίνη τά δυσδιάκριτα αὐτά πράγματα. Ἀφοῦ καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ θεοφόρος Δαβίδ, πού μιλοῦσε μέσα του τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πολλές φορές προσεύχεται καί λέγει: «Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, ὅτι σύ εἶ ὁ Θεός μου» (Ψαλμ. ρμβ΄, 10). καί ἀλλοῦ: «Ὁδήγησόν με ἐπί τήν ἀλήθειάν σου» (Ψαλμ. κδ΄, 5). καί ἀλλοῦ: «Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρός σέ ἀπό πάσης μερίμνης βιοτικῆς καί πάθους, τήν ψυχήν μου ᾗρα καί ὕψωσα» (Ψαλμ. ρμβ΄, 8). Ὅσοι ἐπιθυμοῦν νά μάθουν τό θέλημα τοῦ Κυρίου (νά διακρίνουν), ὀφείλουν προηγουμένως νά θανατώσουν τό δικό τους.
Τό εἰκοστό ἕβδομο σκαλοπάτι εἶναι περί ἡσυχίας, τό εἰκοστό ὄγδοο περί προσευχῆς. Ὁ ἅγιος περί προσευχῆς λέγει·
Ὅταν αἰσθάνεσαι γλυκύτητα ἢ κατάνυξη σέ κάποιο λόγο τῆς προσευχῆς σου, σταμάτησε σ᾿ αὐτόν, διότι τότε συμπροσεύχεται μαζί μας ὁ φύλακας Ἄγγελός μας.
Τό εἰκοστό ἔνατο σκαλοπάτι ὁμιλεῖ περί ἀπαθείας. Τί εἶναι ὅμως ἀπάθεια, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη;
Ἀπάθεια λέγει εἶναι· «ἡ τελεία τῶν τελείων ἀτέλεστος τελειότης» , δηλαδή ὅποιος τήν ἀποκτᾶ, τόσο πολύ ἁγιάζει τό νοῦ καί τόν ἁρπάζει ἀπό τά ὑλικά, ὥστε τό περισσότερο μέρος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, μετά τήν ἄφιξη βεβαίως στό οὐράνιο λιμάνι τῆς ἡσυχίας, τό ζῆ σάν νά βρίσκεται στόν οὐρανό, καί ἀνυψώνεται ἐκστατικός σέ οὐράνιες θεωρίες· πράγμα γιά τό ὁποῖο ὁμιλεῖ κάπου ἐπιτυχῶς καί ὁ Ψαλμῳδός πού τό εἶχε γευθῆ: «Ὅτι τοῦ Θεοῦ οἱ κραταιοί, τῆς γῆς σφόδρα ἐπήρθησαν» (Ψαλμ. μς΄ 10).
Τό τελευταῖο σκαλοπάτι, τό τριακοστό μᾶς ὁμιλεῖ γιά τήν πίστη, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη. Σέ αὐτά τά τρία ὁ ἅγιος βλέπει τήν πίστη σάν ἀκτίνα, τήν ἐλπίδα σάν φῶς καί τήν ἀγάπη σάν ἡλιακό δίσκο, καί ὅλες μαζί σάν ἕνα φωτεινό ἀπαύγασμα καί μία καί τήν αὐτή λαμπρότητα. Τί εἶναι ὅμως ἀγάπη; Ὁ ἅγιος λέγει:
Αὐτός πού θέλει νά ὁμιλῆ γιά τήν ἀγάπη εἶναι σάν νά ἐπιχειρῆ νά ὁμιλῆ γιά τόν ἴδιο τόν Θεόν. Ἡ ἀνάπτυξη ὅμως ὁμιλίας περί Θεοῦ εἶναι πράγμα ἐπισφαλές καί ἐπικίνδυνο σέ ὅσους δέν προσέχουν. Γιά τήν ἀγάπη γνωρίζουν νά ὁμιλοῦν οἱ Ἄγγελοι, ἀλλά καί αὐτοί ἀνάλογα μέ τόν βαθμό τῆς θείας ἐλλάμψεώς τους. Ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, καί ὅποιος προσπαθεῖ νά δώση ὁρισμό τοῦ Θεοῦ μοιάζει μέ τυφλό πού μετρᾶ στήν ἄβυσσο τούς κόκκους τῆς ἄμμου. Ἡ ἀγάπη κυρίως εἶναι ἡ ἀπόρριψη κάθε ἐχθρικῆς καί ἀντιθέτου σκέψεως, ἐφ᾿ ὅσον «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τό κακόν» (Α΄ Κορ. ιγ΄, 5). Ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀπάθεια καί ἡ υἱοθεσία μόνο στήν ὀνομασία διαφέρουν. Ὅπως ταυτίζεται ἡ ἐνέργεια στό φῶς, στήν φωτιά καί στήν φλόγα, ἔτσι νά σκέπτεσαι ὅτι συμβαίνει καί σ᾿ αὐτές. Ὅσο ποσόν ἀγάπης λείπει, τόσο ποσόν φόβου ὑπάρχει. Διότι ὅποιος δέν ἔχει φόβο ἢ εἶναι γεμᾶτος ἀπό ἀγάπη ἢ εἶναι νεκρωμένος ψυχικά.
Στή μία ὁμιλία του, ὁ ἅγιος ἀναφέρει τήν παρακάτω διήγηση: Κάποιος Στέφανος πού ἔμενε ἐδῶ καί εἶχε ἀσπασθεῖ τήν ἐρημική καί ἡσυχαστική ζωή, πού εἶχε περάσει πολλά χρόνια ἀγωνιζόμενος στή μοναχική παλαίστρα καί ἦταν κοσμημένος μέ νηστεῖες καί μάλιστα μέ δάκρυα καί μέ ἄλλα σπουδαῖα κατορθώματα, εἶχε τό κελλί του στό ἅγιο αὐτό ὄρος, κάτω ἀπό τήν ἁγία κορυφή στήν ὁποία βρίσκεται τό σπήλαιο τοῦ ἁγίου Θεόπτη Ἠλία. Αὐτός λοιπόν, ὁ ἀείμνηστος, ἀσθενήσας ἐτέλειωσε τή ζωή του.
Μία ἡμέρα ὅμως πρίν πεθάνη κυριεύθηκε ὁ νοῦς του ἀπό ἔκσταση καί ἔχοντας τά μάτια του ἀνοιχτά παρατηροῦσε δεξιά καί ἀριστερά τῆς κλίνης του καί σάν νά λογοδοτοῦσε σέ κάποιους ἔλεγε διάφορα, πού κάποια ἀπό αὐτά παραδεχόταν ὅτι τά ἔκανε, ἀλλά εἶχε μετανιώσει καί εἶχε χύσει δάκρυα καί εἶχε κάνει διακονήματα ἀγάπης καί ἄλλα δέν δεχόταν ὅτι τά ἔκανε, ἄρα οἱ κατήγοροί του ὑπερέβαλαν στίς κατηγόριες.
Ἦταν πράγματι ἕνα θέαμα φρικτό. Μία κρίση πού δέν ἀφήνει τίποτε ἀνεξέταστο καί ὅπως λέγει ὁ Προφήτης Δανιήλ, τό στόμα τοῦ Θεοῦ «ἐν ᾦ εὑρῶ σε, κρινῶ σε». Τί γίνεται λοιπόν; Ποιός γνωρίζει ποιά ἀπολογία γίνεται δεκτή; Κανείς δέν ξέρει. Ἀφοῦ αὐτά τά ἔβλεπε ἕνας ἄνθρωπος πού ὅπως γνωρίζω, ἀκόμη καί λεοπάρδαλη ἔτρεφε μέ τό χέρι του στήν ἔρημο.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός γιά τόν ὁποῖο γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, εἶναι ὁ ἅγιος Στέφανος ὁ Σιναΐτης. Τό Λείψανο τοῦ ὁσίου Στεφάνου σώζεται ἀδιάφθορο - σέ καθήμενη στάση, ἐνδεδυμένο μέ τά μοναχικά ἐνδύματα καί τό ἀγγελικό σχῆμα, στήν Ἱερά Μονή τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης στό Σινᾶ. Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή τους. Ἀμήν.